- μοναχοκόρη
- ητο μοναδικό κορίτσι σε μια οικογένεια: Έχει μια κακομαθημένη μοναχοκόρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοναχοκόρη — η μονογενής κόρη ή η μόνη κόρη ανάμεσα σε γιους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + κόρη] … Dictionary of Greek
ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] … Dictionary of Greek
δανάη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μοναχοκόρη του Ακρισίου, μυθικού βασιλιά του Άργους, ο οποίος την κρατούσε κλεισμένη σε ένα μπρούτζινο δωμάτιο, μακριά από τους ανθρώπους, γιατί ένας χρησμός τον είχε προειδοποιήσει ότι θα τον σκότωνε ένας γιος της. Οι… … Dictionary of Greek
επίκληρος — ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) [κλήρος] 1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται»,… … Dictionary of Greek
κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
μοναχοθυγατέρα — η (Μ μοναχοθυγατέρα) μοναχοκόρη («κ έστοντας να τήν έχουνε μοναχοθυγατέρα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + θυγατέρα] … Dictionary of Greek
μονογένεια — (I) η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) [μονογενής] νεοελλ. 1. βιολ. η μονογονία 2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη 2. ως ουσ. μοναδικότητα. (II) τα ζωολ.… … Dictionary of Greek
μονοκλαδώ — μονοκλαδῶ, έω (Μ) [μονόκλαδος] 1. είμαι ο μόνος βλαστός, ο μόνος κλάδος 2. μτφ. είμαι μοναχοκόρη … Dictionary of Greek
μονότοκος — μονότοκος, ον (Α) φρ. «μονότοκος κούρη» μοναχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek